συσπειρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συσπειρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσπειρόω / συσπειρῶ < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.spiˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συσπειρώνω

Ρήμα

συσπειρώνω (παθητική φωνή: συσπειρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά, λόγιο) τυλίγω κάτι σε σχήμα σπείρας
  2. (μεταφορικά) προσελκύω μια ομάδα ανθρώπων γύρω από κάποιο ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. κέντρο προς επίτευξη κοινού στόχου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.