συσπείρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συσπείρωση | οι | συσπειρώσεις |
| γενική | της | συσπείρωσης* | των | συσπειρώσεων |
| αιτιατική | τη | συσπείρωση | τις | συσπειρώσεις |
| κλητική | συσπείρωση | συσπειρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συσπειρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσπείρωση < συσπειρώνω + -ση < ελληνιστική κοινή συσπειρόω / συσπειρῶ < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈspi.ɾo.si/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συσπειρώνω και σπείρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.