συρρίκνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρρίκνωση οι συρρικνώσεις
      γενική της συρρίκνωσης* των συρρικνώσεων
    αιτιατική τη συρρίκνωση τις συρρικνώσεις
     κλητική συρρίκνωση συρρικνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συρρικνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συρρίκνωση < συρρικν(ώνω) + -ωση < συρ- + αρχαία ελληνική ῥικνόομαι/ῥικνοῦμαι (ζαρώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈɾi.kno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρρίκνωση

Ουσιαστικό

συρρίκνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.