συρ-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συρ- < από το πρόθημα συν- όταν ακολουθεί το σύμφωνο [r] <ρ>

Πρόθημα

συρ- και σύρ-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα συρ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σύρ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.