συρίγγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σῡριγγιο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | συρίγγιον | τὰ | συρίγγιᾰ | |
| γενική | τοῦ | συριγγίου | τῶν | συριγγίων | |
| δοτική | τῷ | συριγγίῳ | τοῖς | συριγγίοις | |
| αιτιατική | τὸ | συρίγγιον | τὰ | συρίγγιᾰ | |
| κλητική ὦ! | συρίγγιον | συρίγγιᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συριγγίω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συριγγίοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- συρίγγιον < αρχαία ελληνική σῦριγξ, συριγγ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ο ιατρικός όρος ήδη τον 5ο αιώνα στο Ιπποκράτη
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συρίγγιο
- ο ιατρικός όρος ήδη τον 5ο αιώνα στο Ιπποκράτη
Ουσιαστικό
συρίγγιον, -ου ουδέτερο
- (ιατρική) μικρό έλκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, 7.1.117. Loeb Classic Library@archive.org = 6.8.27. = 1201d
- τῷ Δεινίου παιδίῳ ἐν Ἀβδήροισι μετρίως ὀμφαλόν τμηθέντι, συρίγγιον κατελείφθη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, 7.1.117. Loeb Classic Library@archive.org = 6.8.27. = 1201d
- (ελληνιστική σημασία) υποκοριστικό του σῦριγξ: μικρό καλάμι
Πηγές
- συρίγγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. σύριγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.