σῦριγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σῡριγγ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σῦριγξ | αἱ | σύριγγες | |
| γενική | τῆς | σύριγγος | τῶν | συρίγγων | |
| δοτική | τῇ | σύριγγῐ | ταῖς | σύριγξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | σύριγγᾰ | τὰς | σύριγγᾰς | |
| κλητική ὦ! | σῦριγξ | σύριγγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σύριγγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συρίγγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σῦριγξ, το όργανο, ήδη ομηρικό , το ιατρικό εργαλείο, ήδη στον Ιπποκράτη < με κατάληξη -ιγξ, πιθανό μεσογειακό δάνειο προελληνική ς προέλευσης[1]
Ουσιαστικό
σῦριγξ θηλυκό
- (μουσικό όργανο) η φλογέρα, το σουραύλι
- σφυρίγματα αποδοκιμασίας
- η τρύπα στο κέντρο τροχού
- (ανατομία) η τραχεία
- (ιατρική) το συρίγγιο (ιατρικός όρος)
Συγγενικά
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- σῦριγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῦριγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.