συντομευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντομευμένος η συντομευμένη το συντομευμένο
      γενική του συντομευμένου της συντομευμένης του συντομευμένου
    αιτιατική τον συντομευμένο τη συντομευμένη το συντομευμένο
     κλητική συντομευμένε συντομευμένη συντομευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντομευμένοι οι συντομευμένες τα συντομευμένα
      γενική των συντομευμένων των συντομευμένων των συντομευμένων
    αιτιατική τους συντομευμένους τις συντομευμένες τα συντομευμένα
     κλητική συντομευμένοι συντομευμένες συντομευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συντομευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντομεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.do.mevˈme.nos/

Μετοχή

συντομευμένος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.