συνταράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνταράζω < αρχαία ελληνική συνταράσσω < σύν + ταράσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.daˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνταράζω

Ρήμα

συνταράζω (παθητική φωνή: συνταράζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ταράζω ή τραντάζω έντονα κάποιον
     συνώνυμα: ταρακουνώ, δονώ
  2. (μεταφορικά) προκαλώ ψυχική αναστάτωση
     συνώνυμα: συγκλονίζω, ταρακουνώ

Κλίση

λείπει η κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.