συνταραχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταραχή οι συνταραχές
      γενική της συνταραχής των συνταραχών
    αιτιατική τη συνταραχή τις συνταραχές
     κλητική συνταραχή συνταραχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνταραχή < συνταράζω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.da.ɾaˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνταραχή

Ουσιαστικό

συνταραχή θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) το αποτέλεσμα του συνταράζω
      Ἀπομεσήμερα, ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος γέρνει πρὸς τὴ δύση, φτάσαμε σκονισμένοι ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, ἱδροκοπημένοι, κατάκοποι, ὄχι τόσο ἀπὸ τὴν πεζοπορία, ὅσο ἀπὸ μιὰ ψυχικὴ διέγερση καὶ συνταραχή.
    Γιάννης Γ. Σφακιανάκης, Άγγελος Σικελιανός, Νέα Εστία, τόμος 95ος, τεύχος 1122, 1 Απριλίου 1974, σελ. 429

Μεταφράσεις

Πηγές

  • συνταραχή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.