συνταρακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνταρακτικός η συνταρακτική το συνταρακτικό
      γενική του συνταρακτικού της συνταρακτικής του συνταρακτικού
    αιτιατική τον συνταρακτικό τη συνταρακτική το συνταρακτικό
     κλητική συνταρακτικέ συνταρακτική συνταρακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνταρακτικοί οι συνταρακτικές τα συνταρακτικά
      γενική των συνταρακτικών των συνταρακτικών των συνταρακτικών
    αιτιατική τους συνταρακτικούς τις συνταρακτικές τα συνταρακτικά
     κλητική συνταρακτικοί συνταρακτικές συνταρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνταρακτικός < συνταράσσω + -τικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.da.ɾa.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνταρακτικός

Επίθετο

συνταρακτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.