συνταρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνταρακτικός | η | συνταρακτική | το | συνταρακτικό |
| γενική | του | συνταρακτικού | της | συνταρακτικής | του | συνταρακτικού |
| αιτιατική | τον | συνταρακτικό | τη | συνταρακτική | το | συνταρακτικό |
| κλητική | συνταρακτικέ | συνταρακτική | συνταρακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνταρακτικοί | οι | συνταρακτικές | τα | συνταρακτικά |
| γενική | των | συνταρακτικών | των | συνταρακτικών | των | συνταρακτικών |
| αιτιατική | τους | συνταρακτικούς | τις | συνταρακτικές | τα | συνταρακτικά |
| κλητική | συνταρακτικοί | συνταρακτικές | συνταρακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνταρακτικός < συνταράσσω + -τικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.da.ɾa.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντα‐ρα‐κτι‐κός
Μεταφράσεις
συνταρακτικός
Αναφορές
- συνταρακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.