concise
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | concise |
| συγκριτικός | more concise |
| υπερθετικός | most concise |
Προφορά
- ΔΦΑ : /kənˈsaɪs/
- ⓘ
Επίθετο
concise (en)
- περιληπτικός, περιεκτικός, συνοπτικός, που δίνει μόνο τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες και σημαντικές με λίγα λόγια
- (πληροφορική) συνοπτικός, για λειτουργία που δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες
- ↪ verbose/concise mode - λεπτομερής/συνοπτική κατάσταση (λειτουργίας)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- concisely
- concision
- conciseness
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.