συνολκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνολκή | οι | συνολκές |
| γενική | της | συνολκής | των | συνολκών |
| αιτιατική | τη | συνολκή | τις | συνολκές |
| κλητική | συνολκή | συνολκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνολκή < ελληνιστική κοινή συνολκή < αρχαία ελληνική συνέλκω < σύν + ἕλκω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έλκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.