συνολκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνολκή οι συνολκές
      γενική της συνολκής των συνολκών
    αιτιατική τη συνολκή τις συνολκές
     κλητική συνολκή συνολκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνολκή < ελληνιστική κοινή συνολκή < αρχαία ελληνική συνέλκω < σύν + ἕλκω

Ουσιαστικό

συνολκή θηλυκό

  1. (λόγιο) μάζεμα, συστολή
  2. (λόγιο) κράμπα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έλκω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.