συνέλκω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
συνέλκω
<
αρχαία ελληνική
συνέλκω
<
σύν
+
ἕλκω
Ρήμα
συνέλκω
(
λόγιο
)
μαζεύω
,
συστέλλω
(
λόγιο
)
έλκω
ταυτοχρόνως
πολλά προς μία
πλευρά
Συγγενικά
συνολκή
→
δείτε
τις
λέξεις
συν
και
έλκω
Μεταφράσεις
συνέλκω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.