συνεταιρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεταιρισμός οι συνεταιρισμοί
      γενική του συνεταιρισμού των συνεταιρισμών
    αιτιατική τον συνεταιρισμό τους συνεταιρισμούς
     κλητική συνεταιρισμέ συνεταιρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνεταιρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνεταιρισμός αρσενικό

  • ένωση προσώπων στην οποία ο αριθμός των μελών και το ύψος του κεφαλαίου δεν είναι σταθερά και η οποία έχει ως σκοπό τη συνεργασία των μελών της για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων τους: Παραγωγικός συνεταιρισμός, που συγκεντρώνει την παραγωγή των μελών και αναλαμβάνει τη μεταποίησή της. Kαταναλωτικός συνεταιρισμός, για την παροχή αγαθών στα μέλη του, σε χαμηλές τιμές. Aγροτικός / αλιευτικός / οικοδομικός συνεταιρισμός - λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.