συνεταιρισμοί

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

συνεταιρισμοί

  1. συνεταιρισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. συνεταιρισμός, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.