συνεταιρισμό

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

συνεταιρισμό

  1. συνεταιρισμός, στην αιτιατική του ενικού

συνεταιρισμό, ουδέτερο του συνεταιρισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.