coopérative

Γαλλικά (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
coopérative coopératives

coopérative (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

  • coopérative de consommation: σωματείο καταναλωτών που αφαιρεί τους εμπορικούς ενδιάμεσους
  • coopérative de classe: (Γαλλία) ταμείο σχολικής τάξης, που συνήθως διοικείται από κοινού με τους μαθητές, που χρησιμεύει σε μικρά έξοδα (σχολικές εξόδους, κλπ.)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.