συνειρμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνειρμός | οι | συνειρμοί |
| γενική | του | συνειρμού | των | συνειρμών |
| αιτιατική | τον | συνειρμό | τους | συνειρμούς |
| κλητική | συνειρμέ | συνειρμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνειρμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνειρμός (σύνδεση λέξεων) < → δείτε τη λέξη συνείρω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική association [1][2] Δείτε και συν-, ειρμός, εἱρμός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.niɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νειρ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ειρ‐μός
Ουσιαστικό
συνειρμός αρσενικό
Εκφράσεις
- ελεύθερος συνειρμός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συνειρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνειρμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.