συνδυαστική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνδυαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συνδυαστικός

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

συνδυαστική θηλυκό

  • (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη των πεπερασμένων και των άπειρων αλλά μετρήσιμων διακριτών δομών

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συνδυαστική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.