συνδικαλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδικαλισμένος η συνδικαλισμένη το συνδικαλισμένο
      γενική του συνδικαλισμένου της συνδικαλισμένης του συνδικαλισμένου
    αιτιατική τον συνδικαλισμένο τη συνδικαλισμένη το συνδικαλισμένο
     κλητική συνδικαλισμένε συνδικαλισμένη συνδικαλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδικαλισμένοι οι συνδικαλισμένες τα συνδικαλισμένα
      γενική των συνδικαλισμένων των συνδικαλισμένων των συνδικαλισμένων
    αιτιατική τους συνδικαλισμένους τις συνδικαλισμένες τα συνδικαλισμένα
     κλητική συνδικαλισμένοι συνδικαλισμένες συνδικαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνδικαλισμένος

Μετοχή

συνδικαλισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.