συνδικαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνδικαλιστής | οι | συνδικαλιστές |
| γενική | του | συνδικαλιστή | των | συνδικαλιστών |
| αιτιατική | τον | συνδικαλιστή | τους | συνδικαλιστές |
| κλητική | συνδικαλιστή | συνδικαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνδικαλιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική syndicaliste < → δείτε το αρχαίο σύνδικος + -ιστής
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐κα‐λι‐στής
Ουσιαστικό
συνδικαλιστής αρσενικό (θηλυκό συνδικαλίστρια)
- (πολιτική, οικονομία) μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης
Μεταφράσεις
Πηγές
- συνδικαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνδικαλιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.