συναρμολογούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναρμολογούμενος η συναρμολογούμενη το συναρμολογούμενο
      γενική του συναρμολογούμενου της συναρμολογούμενης του συναρμολογούμενου
    αιτιατική τον συναρμολογούμενο τη συναρμολογούμενη το συναρμολογούμενο
     κλητική συναρμολογούμενε συναρμολογούμενη συναρμολογούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναρμολογούμενοι οι συναρμολογούμενες τα συναρμολογούμενα
      γενική των συναρμολογούμενων των συναρμολογούμενων των συναρμολογούμενων
    αιτιατική τους συναρμολογούμενους τις συναρμολογούμενες τα συναρμολογούμενα
     κλητική συναρμολογούμενοι συναρμολογούμενες συναρμολογούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

συναρμολογούμενος

  1. μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συναρμολογώ
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συναρμολογούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.