συναρμολογούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συναρμολογούμενος | η | συναρμολογούμενη | το | συναρμολογούμενο |
| γενική | του | συναρμολογούμενου | της | συναρμολογούμενης | του | συναρμολογούμενου |
| αιτιατική | τον | συναρμολογούμενο | τη | συναρμολογούμενη | το | συναρμολογούμενο |
| κλητική | συναρμολογούμενε | συναρμολογούμενη | συναρμολογούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συναρμολογούμενοι | οι | συναρμολογούμενες | τα | συναρμολογούμενα |
| γενική | των | συναρμολογούμενων | των | συναρμολογούμενων | των | συναρμολογούμενων |
| αιτιατική | τους | συναρμολογούμενους | τις | συναρμολογούμενες | τα | συναρμολογούμενα |
| κλητική | συναρμολογούμενοι | συναρμολογούμενες | συναρμολογούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
συναρμολογούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συναρμολογώ
- (ουσιαστικοποιημένο) συναρμολογούμενο
Μεταφράσεις
συναρμολογούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.