συναισθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναισθητικός η συναισθητική το συναισθητικό
      γενική του συναισθητικού της συναισθητικής του συναισθητικού
    αιτιατική τον συναισθητικό τη συναισθητική το συναισθητικό
     κλητική συναισθητικέ συναισθητική συναισθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναισθητικοί οι συναισθητικές τα συναισθητικά
      γενική των συναισθητικών των συναισθητικών των συναισθητικών
    αιτιατική τους συναισθητικούς τις συναισθητικές τα συναισθητικά
     κλητική συναισθητικοί συναισθητικές συναισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συναισθητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

συναισθητικός

  1. ο πάσχων (ο έχων σε ηπιότερες ή ερμηνευτικά ουδέτερες ή θετικές μορφές) από συναισθησία
  2. αυτός που βιώνει περιπλεγμένα τα ερεθίσματα των αισθήσεων, είτε λόγω δομικών εγκεφαλικών διαφοροποιήσεων, είτε λόγω παρουσίας ψυχοτρόπου ουσίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.