ενσυναίσθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενσυναίσθημα | τα | ενσυναισθήματα |
| γενική | του | ενσυναισθήματος | των | ενσυναισθημάτων |
| αιτιατική | το | ενσυναίσθημα | τα | ενσυναισθήματα |
| κλητική | ενσυναίσθημα | ενσυναισθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενσυναίσθημα < εν- + συναίσθημα ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Einfühlung)
Μεταφράσεις
ενσυναίσθημα
|
- ενσυναίσθηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ενσυναίσθημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.