αυτοσυναίσθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυναίσθηση οι αυτοσυναισθήσεις
      γενική της αυτοσυναίσθησης* των αυτοσυναισθήσεων
    αιτιατική την αυτοσυναίσθηση τις αυτοσυναισθήσεις
     κλητική αυτοσυναίσθηση αυτοσυναισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυναισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοσυναίσθηση < αυτο- + συναίσθηση

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fto.siˈne.sθi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοσυναίσθηση

Ουσιαστικό

αυτοσυναίσθηση[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αυτοσυναίσθηση -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.