συνέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέργεια οι συνέργειες
      γενική της συνέργειας των συνεργειών
    αιτιατική τη συνέργεια τις συνέργειες
     κλητική συνέργεια συνέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνέργεια < (ελληνιστική κοινή) συνέργεια < αρχαία ελληνική συνεργία < συνεργός < σύν + ἔργον

Ουσιαστικό

συνέργεια θηλυκό

  1. (νομικός όρος) επικουρική συμβολή σε αξιόποινη πράξη
  2. συνεργασία, συνδυασμένη δράση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.