συνέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνέργεια | οι | συνέργειες |
| γενική | της | συνέργειας | των | συνεργειών |
| αιτιατική | τη | συνέργεια | τις | συνέργειες |
| κλητική | συνέργεια | συνέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνέργεια < (ελληνιστική κοινή) συνέργεια < αρχαία ελληνική συνεργία < συνεργός < σύν + ἔργον
Ουσιαστικό
συνέργεια θηλυκό
- (νομικός όρος) επικουρική συμβολή σε αξιόποινη πράξη
- συνεργασία, συνδυασμένη δράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.