συνάντησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνάντησῐς αἱ συναντήσεις
      γενική τῆς συναντήσεως τῶν συναντήσεων
      δοτική τῇ συναντήσει ταῖς συναντήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνάντησῐν τὰς συναντήσεις
     κλητική ! συνάντησῐ συναντήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναντήσει
γεν-δοτ τοῖν  συναντησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνάντησις < συναντάω, συναντη- + -σις

Ουσιαστικό

συνάντησις, -εως θηλυκό

  • ἄντησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.