συμπληρωματικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμπληρωματικά < συμπληρωματικ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.bli.ɾo.ma.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπληρωματικά
παλιότερος συλλαβισμός: συμπληρωματικά

Επίρρημα

συμπληρωματικά (τροπικό επίρρημα)

  1. με συμπληρωματικό τρόπο
    αυτό το πρόγραμμα λειτουργεί συμπληρωματικά με το άλλο
  2. με σκοπό να προσθέσω κάτι
    συμπληρωματικά, θα ήθελα να πω και το εξής…
     συνώνυμα: επιπλέον

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συμπληρωματικά

  1. αιτιατική ενικού του συμπληρωματικός, αρσενικό
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπληρωματικό, ουδέτερο του συμπληρωματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.