παραπληρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραπληρωματικός | η | παραπληρωματική | το | παραπληρωματικό |
| γενική | του | παραπληρωματικού | της | παραπληρωματικής | του | παραπληρωματικού |
| αιτιατική | τον | παραπληρωματικό | την | παραπληρωματική | το | παραπληρωματικό |
| κλητική | παραπληρωματικέ | παραπληρωματική | παραπληρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραπληρωματικοί | οι | παραπληρωματικές | τα | παραπληρωματικά |
| γενική | των | παραπληρωματικών | των | παραπληρωματικών | των | παραπληρωματικών |
| αιτιατική | τους | παραπληρωματικούς | τις | παραπληρωματικές | τα | παραπληρωματικά |
| κλητική | παραπληρωματικοί | παραπληρωματικές | παραπληρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραπληρωματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
παραπληρωματικός, -ή, -ό
- (γεωμετρία) για γωνίες των οποίων το άθροισμα είναι 180 μοίρες (άθροισμα δύο ορθών γωνιών)
- ο συμπληρωματικός
- ↪ η διάκριση των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι παραπληρωματικού χαρακτήρα στις μεταξύ τους σχέσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παραπληρωματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.