συμπαρουσιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπαρουσιαστής οι συμπαρουσιαστές
      γενική του συμπαρουσιαστή των συμπαρουσιαστών
    αιτιατική τον συμπαρουσιαστή τους συμπαρουσιαστές
     κλητική συμπαρουσιαστή συμπαρουσιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπαρουσιαστής < συμπαρουσιάζω + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική copresenter

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.si.aˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπαρουσιαστής

Ουσιαστικό

συμπαρουσιαστής αρσενικό (θηλυκό συμπαρουσιάστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.