συμπαρουσιάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαρουσιάστρια οι συμπαρουσιάστριες
      γενική της συμπαρουσιάστριας των συμπαρουσιαστριών
    αιτιατική τη συμπαρουσιάστρια τις συμπαρουσιάστριες
     κλητική συμπαρουσιάστρια συμπαρουσιάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπαρουσιάστρια < συμπαρουσιαστ(ης) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.siˈa.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπαρουσιάστρια

Ουσιαστικό

συμπαρουσιάστρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συμπαρουσιαστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.