συμπαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπαντικός | η | συμπαντική | το | συμπαντικό |
| γενική | του | συμπαντικού | της | συμπαντικής | του | συμπαντικού |
| αιτιατική | τον | συμπαντικό | τη | συμπαντική | το | συμπαντικό |
| κλητική | συμπαντικέ | συμπαντική | συμπαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπαντικοί | οι | συμπαντικές | τα | συμπαντικά |
| γενική | των | συμπαντικών | των | συμπαντικών | των | συμπαντικών |
| αιτιατική | τους | συμπαντικούς | τις | συμπαντικές | τα | συμπαντικά |
| κλητική | συμπαντικοί | συμπαντικές | συμπαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.ban.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ντι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐παν‐τι‐ικός
Επίθετο
συμπαντικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή προέρχεται από το σύμπαν
- ※ Οι μαύρες τρύπες προκάλεσαν συμπαντική «κλιματική αλλαγή». (εφ. Το Βήμα, 16.05.2012)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σύμπαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.