διαστημικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαστημικός | η | διαστημική | το | διαστημικό |
| γενική | του | διαστημικού | της | διαστημικής | του | διαστημικού |
| αιτιατική | τον | διαστημικό | τη | διαστημική | το | διαστημικό |
| κλητική | διαστημικέ | διαστημική | διαστημικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαστημικοί | οι | διαστημικές | τα | διαστημικά |
| γενική | των | διαστημικών | των | διαστημικών | των | διαστημικών |
| αιτιατική | τους | διαστημικούς | τις | διαστημικές | τα | διαστημικά |
| κλητική | διαστημικοί | διαστημικές | διαστημικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.