σκαμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαμιά οι σκαμιές
      γενική της σκαμιάς των σκαμιών
    αιτιατική τη σκαμιά τις σκαμιές
     κλητική σκαμιά σκαμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαμιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκαμιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.