συζητήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συζητήσιμος | η | συζητήσιμη | το | συζητήσιμο |
| γενική | του | συζητήσιμου | της | συζητήσιμης | του | συζητήσιμου |
| αιτιατική | τον | συζητήσιμο | τη | συζητήσιμη | το | συζητήσιμο |
| κλητική | συζητήσιμε | συζητήσιμη | συζητήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συζητήσιμοι | οι | συζητήσιμες | τα | συζητήσιμα |
| γενική | των | συζητήσιμων | των | συζητήσιμων | των | συζητήσιμων |
| αιτιατική | τους | συζητήσιμους | τις | συζητήσιμες | τα | συζητήσιμα |
| κλητική | συζητήσιμοι | συζητήσιμες | συζητήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συζητήσιμος < συζήτησ(η) + -ιμος[1]
Προφορά
Επίθετο
συζητήσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατό κάποιος να συζητήσει και να συνεννοηθεί μαζί του· που επιδέχεται διάλογο [2]
- που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί
- που χρειάζεται να διευκρινιστεί ή που αμφισβητείται
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συζητήσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.