συζητητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συζητητής οι συζητητές
      γενική του συζητητή των συζητητών
    αιτιατική τον συζητητή τους συζητητές
     κλητική συζητητή συζητητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συζητητής < ελληνιστική κοινή συζητητής

Ουσιαστικό

συζητητής αρσενικό (θηλυκό: συζητήτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.