συζητήσιμων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συζητήσιμων

  1. γενική πληθυντικού του συζητήσιμος
  2. γενική πληθυντικού του συζητήσιμη
  3. γενική πληθυντικού του συζητήσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.