συγχρωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγχρωτισμός οι συγχρωτισμοί
      γενική του συγχρωτισμού των συγχρωτισμών
    αιτιατική τον συγχρωτισμό τους συγχρωτισμούς
     κλητική συγχρωτισμέ συγχρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγχρωτισμός < συγχρωτίζομαι + -μός < ελληνιστική κοινή συγχρωτίζομαι

Ουσιαστικό

συγχρωτισμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγχρωτίζομαι, η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, η στενή επαφή προσώπων, η συναναστροφή
      Πρόκειται για συγχρωτισμό σε συντονισμένο πλάνο (όλοι έχουν συγκεκριμένη θέση, άρα δεν υπάρχει κινητικότητα) και το 100% (κατά πάσα βεβαιότητα) των θεατών είναι εμβολιασμένο (Ξανά στο γήπεδο: Ο συγχρωτισμός των εμβολιασμένων athensvoice.gr, 17.09.2021 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.