συγχρωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συγχρωτισμός | οι | συγχρωτισμοί |
| γενική | του | συγχρωτισμού | των | συγχρωτισμών |
| αιτιατική | τον | συγχρωτισμό | τους | συγχρωτισμούς |
| κλητική | συγχρωτισμέ | συγχρωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγχρωτισμός < συγχρωτίζομαι + -μός < ελληνιστική κοινή συγχρωτίζομαι
Ουσιαστικό
συγχρωτισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγχρωτίζομαι, η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, η στενή επαφή προσώπων, η συναναστροφή
Μεταφράσεις
συγχρωτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.