συγκρητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συγκρητισμός | οι | συγκρητισμοί |
| γενική | του | συγκρητισμού | των | συγκρητισμών |
| αιτιατική | τον | συγκρητισμό | τους | συγκρητισμούς |
| κλητική | συγκρητισμέ | συγκρητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκρητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syncrétisme < ελληνιστική κοινή συγκρητισμός (συμμαχία κρητικών πόλεων)[1] < συγκρητίζω < σύν (συγ-) + Κρής
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρη‐τι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κρη‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
συγκρητισμός αρσενικό
- ανάμειξη
- (θρησκεία, ιστορία) η συγχώνευση στοιχείων από ελληνορωμαϊκές και ανατολικές λατρείες κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή
- (φιλοσοφία, πολιτική) η ανάμειξη διαφορετικών ή ανόμοιων φιλοσοφικών θεωριών ή πολιτικών
- (γλωσσολογία) η ανάμειξη ή συγχώνευση καταλήξεων διαφορετικών κλίσεων σ' έναν τύπο
Συγγενικά
- συγκρητικός
- → δείτε τις λέξεις συν και Κρήτη
Μεταφράσεις
συγκρητισμός
|
Αναφορές
- συγκρητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.