συγκάτοχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκάτοχος οι συγκάτοχοι
      γενική του/της συγκατόχου των συγκατόχων
    αιτιατική τον/τη συγκάτοχο τους/τις συγκατόχους
     κλητική συγκάτοχε συγκάτοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκάτοχος < συγ- + κάτοχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική copossesseur

Ουσιαστικό

συγκάτοχος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.