πρόστυμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόστυμμα τα προστύμματα
      γενική του προστύμματος των προστυμμάτων
    αιτιατική το πρόστυμμα τα προστύμματα
     κλητική πρόστυμμα προστύμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόστυμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόστυμμα ουδέτερο

  • ουσία που χρησιμεύει για στερέωση της χρωστικής ύλης στις ίνες των βαφόμενων υφασμάτων. Μπορεί να είναι οξειδωτικά (χρωμικό οξύ , νιτρικό οξύ, πικρικό οξύLugol κ.α), στυπτηρίες (στυπτηρία σιδήρου και καλίου) ή τανίνες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.