στύψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στύψη | οι | στύψεις |
| γενική | της | στύψης* | των | στύψεων |
| αιτιατική | τη | στύψη | τις | στύψεις |
| κλητική | στύψη | στύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στύψη < αρχαία ελληνική στῦψις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsti.psi/
Ουσιαστικό
στύψη θηλυκό
- (χημεία) θειικό άλας αργιλίου-καλίου που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία και σαν αιμοστατικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.