αστυσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστυσία οι αστυσίες
      γενική της αστυσίας των αστυσιών
    αιτιατική την αστυσία τις αστυσίες
     κλητική αστυσία αστυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστυσία < (ελληνιστική κοινή) ἀστυσία

Ουσιαστικό

αστυσία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.