στυλίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στυλίτης οι στυλίτες
      γενική του στυλίτη των στυλιτών
    αιτιατική τον στυλίτη τους στυλίτες
     κλητική στυλίτη στυλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυλίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στυλίτης

Ουσιαστικό

στυλίτης αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στυλίτης οἱ στυλῖται
      γενική τοῦ στυλίτου τῶν στυλιτῶν
      δοτική τῷ στυλίτ τοῖς στυλίταις
    αιτιατική τὸν στυλίτην τοὺς στυλίτᾱς
     κλητική ! στυλῖτ στυλῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στυλίτ
γεν-δοτ τοῖν  στυλίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυλίτης < στῦλ(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό

στυλίτης [ῑ] αρσενικό θηλυκό στυλῖτις, στυλίτισσα)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.