στρεβλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρεβλώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾeˈvlo.no/
Ρήμα
στρεβλώνω (παθητική φωνή: στρεβλώνομαι)
- (κυριολεκτικά) στραβώνω, παραμορφώνω, κάνω κάτι στρεβλό
- (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, παραποιώ, διαστρέφω, παραμορφώνω
Συγγενικά
- αποστρεβλωμένος
- αποστρεβλώνω
- αστρέβλωτος
- → δείτε τη λέξη διαστρεβλώνω
- στρέβλωμα
- στρεβλωμένος
- στρέβλωση
- στρεβλωτήριο
- στρεβλωτής
- στρεβλωτικά
- στρεβλωτικός
- → δείτε τις λέξεις στρεβλός και στρέφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στρεβλώνω | στρέβλωνα | θα στρεβλώνω | να στρεβλώνω | στρεβλώνοντας | |
| β' ενικ. | στρεβλώνεις | στρέβλωνες | θα στρεβλώνεις | να στρεβλώνεις | στρέβλωνε | |
| γ' ενικ. | στρεβλώνει | στρέβλωνε | θα στρεβλώνει | να στρεβλώνει | ||
| α' πληθ. | στρεβλώνουμε | στρεβλώναμε | θα στρεβλώνουμε | να στρεβλώνουμε | ||
| β' πληθ. | στρεβλώνετε | στρεβλώνατε | θα στρεβλώνετε | να στρεβλώνετε | στρεβλώνετε | |
| γ' πληθ. | στρεβλώνουν(ε) | στρέβλωναν στρεβλώναν(ε) |
θα στρεβλώνουν(ε) | να στρεβλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στρέβλωσα | θα στρεβλώσω | να στρεβλώσω | στρεβλώσει | ||
| β' ενικ. | στρέβλωσες | θα στρεβλώσεις | να στρεβλώσεις | στρέβλωσε | ||
| γ' ενικ. | στρέβλωσε | θα στρεβλώσει | να στρεβλώσει | |||
| α' πληθ. | στρεβλώσαμε | θα στρεβλώσουμε | να στρεβλώσουμε | |||
| β' πληθ. | στρεβλώσατε | θα στρεβλώσετε | να στρεβλώσετε | στρεβλώστε | ||
| γ' πληθ. | στρέβλωσαν στρεβλώσαν(ε) |
θα στρεβλώσουν(ε) | να στρεβλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στρεβλώσει | είχα στρεβλώσει | θα έχω στρεβλώσει | να έχω στρεβλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στρεβλώσει | είχες στρεβλώσει | θα έχεις στρεβλώσει | να έχεις στρεβλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στρεβλώσει | είχε στρεβλώσει | θα έχει στρεβλώσει | να έχει στρεβλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στρεβλώσει | είχαμε στρεβλώσει | θα έχουμε στρεβλώσει | να έχουμε στρεβλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στρεβλώσει | είχατε στρεβλώσει | θα έχετε στρεβλώσει | να έχετε στρεβλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στρεβλώσει | είχαν στρεβλώσει | θα έχουν στρεβλώσει | να έχουν στρεβλώσει |
| |
Μεταφράσεις
- → δείτε τις λέξεις στραβώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω και παραποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.