παραποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραποιώ < ελληνιστική κοινή παραποιῶ, συνηρημένος τύπος του παραποιέω < αρχαία ελληνική παραποιέω / παραποιῶ ('παρωδώ) < (παρά) παρα- + ποιέω / ποιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραποιώ

Ρήμα

παραποιώ (παθητική φωνή: παραποιούμαι)

  1. αλλοιώνω κάτι με σκοπό να επωφεληθώ
    ήθελε να παραποιήσει τη φωτογραφία του για να μην τον αναγνωρίζουν
    οι ψευδομάρτυρες συνήθως παραποιούν τα γεγονότα
    οι δηλώσεις μου διαστρεβλώθηκαν, τα γεγονότα παραποιήθηκαν
  2. (ειδικότερα) παραχαράζω

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.