στρέβλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρέβλωμα τα στρεβλώματα
      γενική του στρεβλώματος των στρεβλωμάτων
    αιτιατική το στρέβλωμα τα στρεβλώματα
     κλητική στρέβλωμα στρεβλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρέβλωμα < ελληνιστική κοινή στρέβλωμα < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾe.vlo.ma/

Ουσιαστικό

στρέβλωμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) στράβωμα, παραμόρφωση
  2. (ιατρική) στραμπούληγμα, διάστρεμμα
  3. (μεταφορικά) διαστροφή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.