στρέβλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρέβλωση οι στρεβλώσεις
      γενική της στρέβλωσης* των στρεβλώσεων
    αιτιατική τη στρέβλωση τις στρεβλώσεις
     κλητική στρέβλωση στρεβλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρεβλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρέβλωση < στρεβλώνω + -ση

Ουσιαστικό

στρέβλωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.