στρατολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρατολογία οι στρατολογίες
      γενική της στρατολογίας των στρατολογιών
    αιτιατική τη στρατολογία τις στρατολογίες
     κλητική στρατολογία στρατολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατολογία < στρατός + λέγω (=κατατάσσω) + κατάλ. -ία

Ουσιαστικό

στρατολογία θηλυκό

  1. Στρατιωτική υπηρεσία αρμόδια για την κατάταξη των πολιτών στο στράτευμα και για τον έλεγχο της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
  2. Η κλήση και η κατάταξη των πολιτών στις ένοπλες δυνάμεις.
  3. Η προσέλκυση οπαδών σε ένα κόμμα ή μια ιδεολογία.


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.