-δικείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
| γενική | του | -δικείου | των | -δικείων |
| αιτιατική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
| κλητική | -δικείο | -δικεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈci.o/
Ουσιαστικό
-δικείο ουδέτερο
Μεταφράσεις
-δικείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.